-
1 δαπάνη
[дапани] ουσ. θ. расход, затрата.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δαπάνη
-
2 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
3 затрата
затрата ж 1) о κόπος (усилие и т. л.) η δαπάνη, το έξοδο (средств и т. л.) η κατανάλωση (потребление) 2) мн.: \затратаы (расходы) οι δαπά νες, τα έξοδα* * *ж2) мн.затра́ты (расходы) — οι δαπάνες, τα έξοδα
-
4 расход
расход м 1) το έξοδο, η δαπάνη 2) (потребление ) η κατανάλωση* * *м1) το έξοδο, η δαπάνη2) ( потребление) η κατανάλωση -
5 затрата
затра||таж1. (усилий и т. п.) ἡ δαπάνη, ἡ κατανάλωση [-ις]:\затрата энергии ἡ κατανάλωση (или ἡ δαπάνη) ἐνέργειας·2. обычно мм. (расходы, издержки) τό δξο-δο[ν]:большие \затрататы τά μεγάλα ἔξοδα· не щадить \затратат χωρίς νά λυπηθώ τά ἔξοδα. -
6 затрата
-ы θ.1. ξόδευση, -εμα, δαπάνη•-большой суммы δαπάνη μεγάλου ποσού.
2. πλθ. έξοδα, δαπάνες•снижение -ат μείωση των δαπανών•
не шадя -ат μη αψηφώντας τα έξοδα.
-
7 перерасход
-а α.υπερβολική δαπάνη ή κατανάλωση•большой перерасход μεγάλη δαπάνη•
перерасход электроэнергии υπερβολική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.
-
8 расход
-а α.1. δαπάνη, ξόδεμα• κατανάλωση•расход денег ξόδεμα χρημάτων•
расход материалов ξόδεμα υλικών•
расход боеприпасов κατανάλωση πυρομαχικών•
расход воды κατανάλωση νερού•
расход топлива κατανάλωση καύσιμης ύλης•
расход электрической энергии κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.
2. έξοδο, δαπάνη•военные -ы στρατιωτικές δαπάνες•
-ы производства έξοδα παραγωγής•
непредвиденные -ы απρόβλεπτα έξοδα•
накладные -ы γενικά έξοδα•
мелкие -ы τα μικροέξοδα•
канцелярские -ы γραφικά έξοδα•
текущие -ы τα καθημερινά έξοδα•
деньги на карманные -ы το χαρτζιλίκι•
лишние -ы περιττά έξοδα•
внести в расход καταχωρώ (συμπεριλαβαίνω) στα έξοδα•
сократить -ы περιορίζω τα έξοδα•
покрыть -ы καλύπτω τα έξοδα•
записать в -ы εγγράφω στα έξοδα.
εκφρ.внести в расход – επιφέρω έλλειμμα•вывести (пустить) в расход кого – (απλ.) εκτελώ, τουφεκίζω. -
9 общий
1. (относящийся ко всему{}всем{}, охватывающий всех{}всё{} и т.п.) κοιν/ός, γενικός 2. (совокупный) ολικός, συνολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общий
-
10 расходование
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (трата) η δαπάνη, το ξόδεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расходование
-
11 трата
1. (расход) η δαπάνη, τα έξοδα 2. (действие) το ξόδεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трата
-
12 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
13 штивка
(укладка груза в трюме судна) η στοιβασί/α (φορτίου του πλοίου)цена ФОБ со - ой τιμή Ρ.Ο.Β.(που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο) με -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штивка
-
14 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
15 перерасход
перерасходм ἡ ὑπερβολική δαπάνη, ἡ αὐξημένη κατανάλωση. -
16 расход
расходм1. τό ἔξοδο[ν], ἡ δαπάνη:текущие \расходы τά καθημερινά ἔξοδα· карманные \расходы τό χαρτζιλίκι· день-Έ на мелкие \расходы χρήματα προορισμένα γιά τά μικρά ἔξοδα· дорожные \расходы τά ὁδοιπορικά ἔξοδα· транспортные \расходы τά μεταφορικά· накладные \расходы τά γενικά ἔξοδα· военные \расходы ὁΐ στρατιωτικές δαπάνες· непредвиденные \расходы τά ἀπρόοπτα ἔξοδα· нести́ \расходы ὑποβάλλομαι σέ ἔξοδα· покрывать \расходы καλύπτω τά ἔξοδα·2. (потребление) ἡ κατανάλωση [-ις], τό ξόδε-μα:\расход электроэнергии ἡ κατανάλωση ἡλεκτρικής ἐνεργείας· \расход боеприпасов ἡ κατανάλωση πυρομαχικών3. бухг. τό ἔξοδο[ν]:приход и \расход ἔσοδα καί ἐξοδα, τό δοῦναι καί λαβείν ◊ пустить н \расход τουφεκίζω, ἐκτελώ. -
17 расходование
расходова||ниес1. ἡ ἐξόδευση [-ις], τό ξόδεμα, ἡ δαπάνη·2. (потребление) ἡ κατανάλωση [-ις]. -
18 трата
трат||аж τό ξόδεμα, ἡ δαπάνη, τό χάσιμο, ἡ ἀπώλεια:\трата времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χασομέρι. -
19 затрата
[ζατράτα] ουσ. θ. δαπάνη -
20 затрата
[ζατράτα] ουσ θ δαπάνη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δαπάνη — cost fem nom/voc sg (attic epic ionic) δαπανάω spend pres imperat act 2nd sg (doric) δαπανάω spend pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) δαπανάω spend imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνῃ — δαπάνη cost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
δαπάνη — η έξοδο, ξόδεμα κυρίως χρημάτων, η κατανάλωση χρημάτων: Οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούν μεγάλο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νικᾷ τὴν εἰσκομιδὴν ἡ δαπάνη. — См. Овчинка выделки не стоит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δαπάναι — δαπάνη cost fem nom/voc pl δαπάνᾱͅ , δαπάνη cost fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάνηι — δαπάνῃ , δαπάνη cost fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανᾶν — δαπάνη cost fem gen pl (doric aeolic) δαπανάω spend pres part act masc voc sg (doric aeolic) δαπανάω spend pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δαπανάω spend pres part act masc nom sg (doric aeolic) δαπανᾶ̱ν , δαπανάω spend pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανῶν — δαπάνη cost fem gen pl δαπανάω spend pres part act masc voc sg δαπανάω spend pres part act neut nom/voc/acc sg δαπανάω spend pres part act masc nom sg (attic epic ionic) δαπανάω spend pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) δαπανόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάναις — δαπάνη cost fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπάναισι — δαπάνη cost fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)